Αν και ο εγκέφαλος συρρικνώνεται με την πάροδο των ετών, η συρρίκνωση μοιάζει να είναι ταχύτερη σε ηλικιωμένους με βαρηκοΐα, σύμφωνα με τα αποτελέσματα μιας μελέτης ερευνητών της σχολής John Hopkins και του Εθνικού Ινστιτούτου Γήρανσης (National Institute on Aging) των Η.Π.Α. Τα ευρήματα προστίθενται σε μια ολοένα και αυξανόμενη λίστα συνεπειών στην υγεία που σχετίζονται με την βαρηκοΐα και περιλαμβάνουν τον αυξανόμενο κίνδυνο άνοιας, πτώσεων, νοσηλείας σε νοσοκομείο και μειωμένης φυσικής και πνευματικής υγείας γενικότερα.
Για την μελέτη, ο Frank Lin, M.D., Ph.D. και οι συνεργάτες του χρησιμοποίησαν πληροφορίες από την συνεχιζόμενη μελέτη Baltimore Longitudinal Study of Aging, για να συγκρίνουν αλλαγές στον εγκέφαλο, σε μια χρονική περίοδο, ανάμεσα σε ενήλικες με φυσιολογική ακοή και ενήλικες με βαρηκοΐα. Η μελέτη Baltimore Longitudinal Study of Aging ξεκίνησε το 1958 από το Εθνικό Ινστιτούτο Γήρανσης, με σκοπό την καταγραφή διαφόρων παραγόντων υγείας σε χιλιάδες άντρες και γυναίκες.
Προηγούμενη έρευνα από άλλες μελέτες είχε συνδέσει την βαρηκοΐα με σημειωμένες διαφοροποιήσεις σε εγκεφαλικές δομές σε σύγκριση με αυτούς με φυσιολογική ακοή, σε ανθρώπους αλλά και σε ζώα. Ιδιαίτερα, δομές που επεξεργάζονται ηχητικές πληροφορίες έτειναν να είναι μικρότερες σε μέγεθος σε ανθρώπους και ζώα με προβληματική ακοή. Ο Lin, επίκουρος καθηγητής στην πανεπιστημιακή σχολή ιατρικής και δημόσιας υγείας John Hopkins, λέει ότι ήταν άγνωστο, ωστόσο, αν αυτές οι διαφοροποιήσεις στις εγκεφαλικές δομές συνέβησαν πριν ή μετά την βαρηκοΐα.
Ως μέρος της Baltimore Longitudinal Study of Aging, 126 συμμετέχοντες υποβάλλονταν ετησίως σε μαγνητική τομογραφία (MRI) με σκοπό τον εντοπισμό εγκεφαλικών μεταβολών σε διάστημα ως και 10 ετών. Ο καθένας τους είχε πλήρεις διαγνωστικές εξετάσεις κατά τη στιγμή της πρώτης MRI, συμπεριλαμβανομένου και εξετάσεων ακοής. Κατά το σημείο εκκίνησης, 75 είχαν φυσιολογική ακοή και 51 είχαν βαρηκοΐα με απώλεια τουλάχιστον 25 dB.
Μετά από ανάλυση των εξετάσεων MRI κατά τα επόμενα χρόνια, ο Lin και οι συνεργάτες του, αναφερόμενοι σε μια επερχόμενη έκδοση του περιοδικού Neuroimage, λέει ότι οι συμμετέχοντες που η ακοή τους ήταν ήδη επιβαρυμένη στην αρχή της υπο-έρευνας, εμφάνισαν αυξημένους βαθμούς εγκεφαλικής ατροφίας, σε σύγκριση με αυτούς που είχαν φυσιολογική ακοή (κατά την έναρξη της έρευνας). Γενικά, οι επιστήμονες αναφέρουν, όσοι είχαν επιβαρυμένη ακοή έχασαν περισσότερο από ένα επιπλέον κυβικό εκατοστό εγκεφαλικού ιστού κάθε χρόνο, συγκριτικά με όσους είχαν φυσιολογική ακοή. Αυτοί που είχαν επιβαρυμένη ακοή είχαν επίσης σημαντικά περισσότερη συρρίκνωση σε συγκεκριμένες περιοχές, μεταξύ άλλων της ανώτερης, μέσης και κατώτερης κροταφικής έλικας, που είναι εγκεφαλικές δομές υπεύθυνες για την επεξεργασία του ήχου και της ομιλίας.
Το γεγονός ότι οι δομές που είναι υπεύθυνες για τον ήχο και την ομιλία επηρεάζονται σε όσους έχουν βαρηκοΐα δεν αποτέλεσε έκπληξη, λέει ο Lin. Η συρρίκνωση σε αυτές τις περιοχές μπορεί να είναι απλά μια συνέπεια ενός «φτωχοποιημένου» ακουστικού φλοιού, οποίος μπορεί να ατρόφησε λόγω έλλειψης διέγερσης. Ωστόσο, προσθέτει, αυτές οι δομές δεν λειτουργούν απομονωμένες και οι αρμοδιότητες τους δεν εξαντλούνται με την οργάνωση ήχων και γλώσσας. Για παράδειγμα, η μέση και κατώτερη εγκεφαλική έλικα παίζουν επίσης ρόλο στην μνήμη και την αισθητηριακή ολοκλήρωση και έχει καταδειχτεί ότι εμπλέκονται στα πρώιμα στάδια ελαφρών γνωσιακών προβλημάτων και στη νόσο Alzheimer.
«Τα αποτελέσματα μας υποδεικνύουν ότι η βαρηκοΐα θα μπορούσε να είναι ένα ακόμα «χτύπημα» στο εγκέφαλο, με πολλούς τρόπους», εξηγεί ο Lin.
Αυτή η μελέτη καταδεικνύει επίσης ως επείγουσα την αντιμετώπιση της βαρηκοΐας σε αντιδιαστολή με την παράβλεψη της. «Αν θέλετε να αντιμετωπίσετε καλά την βαρηκοΐα», λέει ο Lin, «θέλετε να το κάνετε νωρίτερα και όχι αργότερα. Αν η βαρηκοΐα πιθανώς συμβάλει σε αυτές τις διαφοροποιήσεις που βλέπουμε στις MRI, θέλετε να την αντιμετωπίσετε πριν λάβουν χώρα αυτές οι δομικές αλλαγές του εγκεφάλου».
Ο Lin και οι συνεργάτες του λένε ότι σχεδιάζουν να εξετάσουν αν η αντιμετώπιση της βαρηκοΐας νωρίτερα μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο συσχετιζόμενων προβλημάτων υγείας.
Η έρευνα υποστηρίχθηκε από το εσωτερικό ερευνητικό πρόγραμμα του National Institute on Aging , των National Institutes of Health’s National Institute on Deafness and other Communication Disorders (K23DC011279), της Triological Society/American College of Surgeons Clinical Scientist Development Award και του ιδρύματος Eleanor Schwartz Charitable Foundation.
Η Susan Resnick Ph.D., του National Institute on Aging ήταν η επιβλέπουσα της μελέτης. Ο Michael A.Kraut, M.D.,Ph.D. του John Hopkins και οι Luigi Ferrucci, M.D., Ph.D. και Yang An, M.S. και οι δύο του National Institute on Aging, συνέβαλαν επίσης σε αυτή την έρευνα.
Πηγή: www.hopkinsmedicine.org