Οι ηλικιωμένοι με βαρηκοΐα είναι πιθανότερο να εμφανίσουν προβλήματα στη σκέψη και τη μνήμη από τους ηλικιωμένους που η ακοή τους είναι φυσιολογική, σύμφωνα με μια νέα μελέτη από ειδικούς της ακοής, στο John Hopkins.
Στη μελέτη, εθελοντές με βαρηκοΐα που υποβάλλονταν σε επαναλαμβανόμενες γνωσιακές δοκιμασίες για έξι χρόνια, είχαν γνωσιακές ικανότητες που μειώθηκαν κατά 30 ως 40% γρηγορότερα αυτών που είχαν φυσιολογική ακοή. Τα επίπεδα της μειούμενης εγκεφαλικής λειτουργίας σχετίζονταν άμεσα με το ποσοστό της βαρηκοΐας, λένε οι ερευνητές. Κατά μέσο όρο, οι ηλικιωμένοι με βαρηκοΐα εμφάνισαν σημαντική βλάβη στις γνωσιακές τους ικανότητες 3,3 χρόνια νωρίτερα από όσους είχαν φυσιολογική ακοή.
Τα ευρήματα, που αναφέρθηκαν στο Jama Internal Medicine online στις 21 Ιανουαρίου, είναι ανάμεσα στα πρώτα που αναδύονται από μια ευρύτερη, συνεχιζόμενη μελέτη που παρακολουθεί την υγεία ηλικιωμένων λευκών και μαύρων στο Memphis, Tenn.και στο Pittsburgh, Pa. Γνωστή και ως Health, Aging and Body Composition, ή και μελέτη Health ABC, η τελευταία αναφορά σε ηλικιωμένους ενέπλεκε ένα υποσύνολο 1984 αντρών και γυναικών σε ηλικίες 75-84 έτη και πιστεύεται πως είναι η πρώτη που μετρά την επίδραση της βαρηκοΐας σε υψηλότερες εγκεφαλικές λειτουργίες, μακροπρόθεσμα. Σύμφωνα με τον επιβλέποντα και ωτολόγο και επιδημιολόγο του John Hopkins Frank Lin M.D., Ph.D., όλοι οι συμμετέχοντες στην μελέτη είχαν κανονική εγκεφαλική λειτουργία όταν ξεκίνησε η έρευνα το 2001 και εξετάστηκαν αρχικά για βαρηκοΐα, την οποία οι ειδικοί της ακοής ορίζουν ως δυνατότητα αναγνώρισης μόνο όσων ήχων είναι δυνατότεροι από 25 ντεσιμπέλ (dB).
«Τα αποτελέσματα μας δείχνουν ότι η βαρηκοΐα δεν πρέπει να θεωρείται ως μέρος της γήρανσης που δεν επιφέρει συνέπειες , γιατί μπορεί να επιφέρει κάποιες σοβαρές βραχυπρόθεσμες συνέπειες στην υγιή λειτουργία του εγκεφάλου», λέει ο Lin. Εκτιμά ότι περίπου 27 εκατομμύρια Αμερικανών ηλικίας άνω των 50, συμπεριλαμβανομένων των δύο τρίτων των αντρών και γυναικών άνω των 70 ετών, υποφέρουν από κάποιας μορφής βαρηκοΐα. Πιο ανησυχητικά, όπως λέει, μόνο το 15% αυτών που χρειάζονται ακουστικό βαρηκοΐας τελικά παίρνουν ένα, αφήνοντας μεγάλο μέρος του προβλήματος και των συνεπειών του χωρίς αντιμετώπιση.
Πιθανές εξηγήσεις για την γνωσιακή διολίσθηση, λέει ο Lin, περιλαμβάνουν το σύνδεσμο μεταξύ βαρηκοΐας και κοινωνικής απομόνωσης, με την μοναξιά να είναι καλά εδραιωμένη σε προηγούμενη έρευνα ως παράγων κινδύνου για γνωσιακή εξασθένιση. Η εξασθενημένη ακοή μπορεί επίσης να εξαναγκάσει τον εγκέφαλο να αφιερώσει πολύ από την διαθέσιμη ενέργεια του στην επεξεργασία ήχου και εις βάρος της ενέργειας που δαπανά για τη μνήμη και τη σκέψη. Προσθέτει ότι πιθανώς να υπάρχει και μια κοινή, υποβόσκουσα βλάβη που οδηγεί σε γνωσιακά και ακοολογικά προβλήματα.
Ο Lin και η ομάδα του σχεδιάζουν ήδη να ξεκινήσουν μια πολύ μεγαλύτερη μελέτη για να εξακριβώσουν αν η χρήση ακουστικών βαρηκοΐας ή άλλων συσκευών για αντιμετώπιση της βαρηκοΐας σε ηλικιωμένους, μπορεί να αποτρέψει ή να επιβραδύνει τη γνωσιακή εξασθένιση.
Στην τελευταία μελέτη που ξεκίνησε το 1997, όλοι οι συμμετέχοντες είχαν καλή γενική φυσική υγεία εκείνη την περίοδο. Οι δοκιμασίες ακοής έγιναν σε εθελοντές το 2001, κατά τη διάρκεια των οποίων άκουγαν μεμονωμένα μια σειρά ήπιων και δυνατών ήχων, από 0 ως 100 dB, σε ηχομονωμένο θάλαμο.
Η εγκεφαλική λειτουργία αξιολογήθηκε επίσης το 2001, χρησιμοποιώντας δύο αναγνωρισμένες δοκιμασίες μνήμης και δυνατότητας σκέψης, γνωστές ως Modified Mini-Mental State (3MS) και Digit Symbol Substitution (DSS) αντίστοιχα. Στη δοκιμασία 3MS μεταξύ άλλων, οι συμμετέχοντες στη μελέτη καλούνταν να απομνημονεύσουν λέξεις, εντολές που τους δίνονταν ή να ολοκληρώσουν εκπαιδευτικούς στόχους και τους έθεταν απλές βασικές ερωτήσεις, όπως η σωστή χρονιά, ημερομηνία και ώρα. Στη δοκιμασία DSS, οι συμμετέχοντες στη μελέτη καλούνταν να ταιριάξουν συγκεκριμένους αριθμούς σε σύμβολα και γινόταν καταγραφή του χρόνου που τους έπαιρνε να απαντήσουν σωστά.
Και οι δύο τύποι δοκιμασίας επαναλήφθηκαν για κάθε συμμετέχοντα στη μελέτη τρεις ακόμα φορές, μέχρι το τέλος της μελέτης, το 2007, για την αξιολόγηση της γνωσιακής εξασθένισης. Παράγοντες που ήταν ήδη γνωστό ότι συμβάλουν στην μείωση της εγκεφαλικής λειτουργίας , λήφθηκαν υπόψη στην ανάλυση των ερευνητών, συμπεριλαμβανομένων της ηλικίας, της υψηλής αρτηριακής πίεσης, του διαβήτη και της εγκεφαλικής συμφόρησης.
Οικονομική υποστήριξη για αυτή τη μελέτη και την μελέτη Health ABC παρασχέθηκε από το Intramural Research Program του National Institute on Aging, μέρος του National Institutes of Health (NIH). Επιπλέον ερευνητική στήριξη παρασχέθηκε από το Eleanor Schwartz Charitable Foundation και το Triological Society and American College of Surgeons Clinician-Scientist Award.
Επιπλέον του Lin, άλλοι ερευνητές του John Hopkins που αναμίχθηκαν σε αυτή τη μελέτη ήταν οι : Jin Xia, M.S., και Qian-Li Xue, Ph.D. Άλλοι συμπαρατηρητές της μελέτης περιλαμβάνουν τους Kristine Yaffe, M.D., και Hilsa Ayonayon, Ph.D., στο πανεπιστήμιο της California, San Francisco; Tamara Harris, M.D., M.S., Luigi Ferrucci, M.D., Ph.D., και Eleanor Simonsick, Ph.D., του National Institute on Aging, στη Baltimore; Elizabeth Purchase-Helzner, Ph.D., στο State University of New York Downstate Medical Center, στο Brooklyn; και Suzanne Satterfield, M.D., Dr.PH., στο Πανεπιστήμιο του Tennessee, στο Memphis.
Πηγή: www.hopkinsmedicine.org